διαπλανητικός

διαπλανητικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διαπλανητικό χώρο, στο διάστημα («διαπλανητική ύλη», «διαπλανητικό δίκαιο», «διαπλανητικά ταξίδια»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γεωφυσική — Η επιστήμη που μελετά τις φυσικές ιδιότητες της Γης. Είναι χωρίς αμφιβολία ένας από τους αρχαιότερους κλάδους των ανθρώπινων γνώσεων, γιατί τα φυσικά φαινόμενα πάντα προκαλούσαν ενδιαφέρον και δέος στον άνθρωπο. Παρ’ όλα αυτά, η γ. εξελίχθηκε… …   Dictionary of Greek

  • διαφυγής, ταχύτητα — (Αστρον.). Η ελάχιστη ταχύτητα που πρέπει να αποκτήσει ένα σώμα, ώστε, όταν εκτοξεύεται από την επιφάνεια ενός πλανήτη, να απομακρυνθεί από αυτόν χωρίς η δύναμη της βαρύτητας του πλανήτη να μπορεί να το συγκρατήσει και να το επαναφέρει στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”